ἱερούργημα

ἱερούργημα
ἱερούργ-ημα, ατος, τό,
A sacrifice, offering, J.AJ8.4.5 (pl.), Iamb.VP28.147 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιερούργημα — το (Α ἱερούργημα) [ιερουργώ] ιερουργία …   Dictionary of Greek

  • ιερούργημα — το, ατος ιεροτελεστία, ιερή τελετή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱερουργημάτων — ἱερούργημα sacrifice neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερουργήματα — ἱερούργημα sacrifice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”